- δεκαπεντάχορδο
- τοεκκλησιαστικό μουσικό όργανο με δεκαπέντε χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + χορδή. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ι. Δ. Τζέτζη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek